- τριγωνομετρία
- ητμήμα της γεωμετρίας που εξετάζει πώς από επαρκή στοιχεία τριγώνου βρίσκονται με υπολογισμό τα άγνωστα στοιχεία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek
τριγωνομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με την τριγωνομετρία («τριγωνομετρικός τύπος») 2. φρ. α) «τριγωνομετρικές συναρτήσεις» μαθ. οι έξι βασικές συναρτήσεις μιας γωνίας, που είναι το ημίτονο, το συνημίτονο, η εφαπτομένη, η συνεφαπτομένη, η τέμνουσα και … Dictionary of Greek
Benjamin de Lesbos — (en grec : Βενιαμίν Λέσβιος; Plomari, île de Lesbos, 1759 ou 1762 – Nauplie, 1824), de son vrai nom Basile Georgandis, est un moine et érudit grec, membre de la Filikí Etería, ayant joué un rôle politique durant la guerre d indépendance… … Wikipédia en Français
Trigonometría — (Del gr. trigonos, trígono + metron, medida.) ► sustantivo femenino 1 MATEMÁTICAS Parte de las matemáticas dedicada al estudio de las relaciones entre las amplitudes de los ángulos y las longitudes de los segmentos que sus lados determinan en las … Enciclopedia Universal
Вениамин Лесбосский — греч. Βενιαμίν Λέσβιος Род деятельности: математик Дата рождения … Википедия
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek
τέμνουσα — Η ευθεία, που συναντά την περιφέρεια σε δύο σημεία πραγματικά και διαφορετικά. Μία ευθεία ως προς μία περιφέρεια ονομάζεται τ., εφαπτομένη ή εξωτερική, αν η απόστασή της από το κέντρο της περιφέρειας είναι αντίστοιχα μικρότερη, ίση ή μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek